- αθανατοποιός
- ἀθανατοποιός, -όν (Μ)αυτός που χαρίζει την αθανασία σε κάποιον, που τόν κάνει αθάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθάνατος + ποιῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek